- κυνήποδες
- κυνήποδεςfetlocksmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνήποδες — οι (Α κυνήποδες, Μ κυνόποδες) οι αρθρώσεις τών ποδιών τού ίππου μεταξύ τού πήχεως και τού μεσοκυνίου, κν. πουλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + πόδες (< πούς), πρβλ. ιππό ποδες, κονιορτό ποδες] … Dictionary of Greek
κυνηπόδων — κυνήποδες fetlocks masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνήποδας — κυνήποδες fetlocks masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοβάτης — κυνοβάτης, ὁ (AM) ίππος, ή και όνος, που εκτείνει τους κυνήποδες μπροστά και που έχει απαλό και ανάλαφρο βάδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, σχοινο βάτης] … Dictionary of Greek
ՇՆԱԿԱՔԻՔ — (քեաց.) NBH 2 0481 Chronological Sequence: 10c ա. κυνήποδες cynopedices. Ունօղք աքս կամ աքեացս՝ այսինքն ոտս՝ նման շան. *Արք վեցոտեայք, եւ փոկոտունք, եւ շնակաքօք (կամ շնակաքիք). Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)